Αρχιμανδρίτης
Γερβάσιος Παρασκευόπουλος
Κατηχητής - ἱεροκήρυκας – λειτουργιολόγος
• Στίς 30 Ἰουνίου,
ἑορτή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια ἀπό τήν εἰς Κύριον ἐκδημία
ἑνός ἐκ τῶν ἁγίων κληρικῶν τοῦ 20ου αἰῶνος. Πρόκειται γιά τόν ἀρχιμανδρίτη π.
Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, τόν ἀκάματο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, τόν ἱεροκήρυκα καί
πνευματικό τῆς πόλεως Πατρῶν, τόν πρωτοπόρο στό ἔργο τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων,
τόν ἄμεμπτο στό ἦθος καί σοφό στή θεολογία, τόν ἐλεγκτή τῶν δημοσίων σκανδάλων,
τόν σεβάσμιο πρεσβύτερο, πού μέχρι σήμερα ἡ Πάτρα εὐλαβεῖται ὡς ὄντως ἅγιο.
• Παρέμεινε
στή στρατειά τῶν ἐκλεκτῶν πρεσβυτέρων, πού προσέφεραν τή μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ ὑπέρ πολλούς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας, καί σαγήνευσαν τά πλήθη καί ὡδήγησαν
νέους στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί κατέστησαν ὄργανα τοῦ Θεοῦ, γιά νά πορευθοῦν
μυριάδες ψυχές στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
• Ὁ ἱεροκήρυκας
τότε Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, πού συνδεόταν μαζί του μέ στενή ἐν Χριστῷ
φιλία, μίλησε κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ π. Γερβασίου στήν Πάτρα, καί στό
τέλος τῆς ὁμιλίας του ὁ λαός μέ μιά φωνή ἀναφώνησε «Ἅγιος». Δέν ἔχει σημασία, ἄν
ἐπισήμως δέν ἔχει ἀναγνωρισθῆ ὡς ἅγιος ὁ πατήρ Γερβάσιος. Σημασία ἔχει ὅτι ἀπολαμβάνει
τώρα, «τόν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἰακ. α΄ 12), πού τοῦ χάρισε Ἐκεῖνος, ὑπέρ τοῦ ὀνόματος
τοῦ ὁποίου μέ τόση γλυκύτητα καί τόσο ἱερό πάθος μίλησε καί ἔγραψε ὁ π.
Γερβάσιος.
• Δέν ἔγινε
ἐπίσκοπος καί μητροπολίτης ὁ πατήρ Γερβάσιος. Ἄν τό ἤθελε, ἀσφαλῶς θά γινόταν.
Σημειωτέον, ὅτι ἐπί ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρύσανθου (1938-1941) εἶχε ἐπιλεγῆ ὡς
τό καταλληλότερο πρόσωπο γιά τήν πρωτοσυγκελλία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Νύχτα
καί μέρα ἐργαζόταν γιά τή δόξα τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν κάθαρσι τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας
ἀπό φαύλους κληρικούς, γιά τήν ἀνακούφισι τοῦ πονεμένου καί πενομένου τότε λαοῦ.
• Γιά ἕνα οὐδέποτε
ἐνδιαφέρθηκε, γιά τό πῶς νά γίνη Δεσπότης. Κάποτε ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος Καντιώτης
(Ἰούν. 1966) ἔγραψε ἄρθρο στή «Σπίθα» μέ τίτλο: «Δεσπότης;», ἀπαντώντας σέ
μερικούς, πού κατηγοροῦσαν τό θαρραλέο λόγο του, ὅτι τάχα γράφει ὅσα γράφει ἐπειδή
δέν εἶχε γίνει Δεσπότης. Τελικά ὁ πατήρ Αὐγουστίνος ἔγινε ἐπίσκοπος (Φλωρίνης),
διατηρώντας βέβαια τό ρόλο τοῦ θαρραλέου ἱεροκήρυκος. Ὁ πατήρ Γερβάσιος ἐκοιμήθη
ὡς πρεσβύτερος. Μιά περικοπή ἐκείνου τοῦ ἄρθρου τοῦ πατρός Αὐγουστίνου ταιριάζει
καί στό στόμα τοῦ πατρός Γερβασίου, πού παρέμεινε ἐκ πεποιθήσεως πρεσβύτερος:
• «Ἡ ἔφεσίς
μου ἐκ παιδικῆς ἡλικίας δέν ἦταν νά γίνω δεσπότης γιά ν΄ ἀπολαύσω πλούτη καί
ματαία δόξα. Ἤ ἔφεσίς μου ἦταν νά γίνω ἱεροκῆρυξ καί νά ὑπηρετήσω καί ἐγώ μέ τίς
μικρές μου δυνάμεις, μέ τόν προφορικό καί γραπτό λόγο, τό λαό μας. Γιά τό σκοπό
αὐτό ἐσπούδασα τή Θεολογία καί συνεχῶς μελετῶ Γραφές καί Πατέρες, γιά νά
μπορέσω ν’ ἀνταποκριθῶ στό δύσκολο μέσα στή σύγχρονη γενεά ἔργο τοῦ ἱεροκήρυκος,
πού εἶναι ὑποχρεωμένος νά κηρύττη ὄχι μόνο ἐποικοδομητικά, ἀλλά καί ἐλεγκτικά,
πρό παντός δέ ἐλεγκτικά, λόγω τῆς κρισιμότητος τῶν καιρῶν.
Τό ἔργο αὐτό μέ ἀπορροφᾷ καί δέν μοῦ μένει χρόνος
γιά νά τρέχω καί νά συναγωνίζωμαι τούς σπουδαρχίδες σέ μαραθώνιους δρόμους, γιά
νά γίνω δεσπότης. Αὐτόκλητος ἐπίσκοπος δέν ἐπεθύμησα ποτέ νά γίνω. Διότι, ὅπως
πολλές φορές κηρύξαμε, ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι ἤ δημόκλητος ἤ θεόκλητος».
Ἡ στήλη αὐτή ἀσχολεῖται μέ λειτουργικά θέματα. Θά
παραθέσουμε, λοιπόν, μερικές μικρές περικοπές ἀπό τό περίφημο καί πρωτοποριακό
γιά τήν ἐποχή τοῦ βιβλίο τοῦ π. Γερβασίου: «Ἑρμηνευτική ἐπιστασία ἐπί τῆς θείας
Λειτουργίας» (ἔκδ. α'). Ὁ π. Γερβάσιος ἦταν καί κατηχητής καί ἱεροκῆρυξ καί
πνευματικός καί κανονολόγος, ἀλλά καί λειτουργιολόγος.
• Γιά τήν
κατανόησι τῶν λεγομένων στή λατρευτική σύναξι γράφει: «Ἡ πλήρης κατανόησις τῆς
θείας Λειτουργίας θά ἀναπληρώση τά ἐλλείποντα στήν Ὀρθοδοξία καί θά ἐπαναφέρη
τά χρόνια ἐκεῖνα, ὅπου “οἱ πιστεύοντες
ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδασκαλίᾳ τῶν ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει
τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς”» (σελ. 8).
• Γιά τό
σκοπό τῆς θείας Λειτουργίας γράφει: «Κύριος σκοπός εἶναι ν’ ἀπολαύσουμε τή
γλυκειά ὄψι τοῦ Προσώπου, ἄν καί ὁ Κύριος, ὡς κατοικῶν "φῶς ἀπρόσιτον",
ἀόρατος διατελεῖ καί οὐδείς δύναται νά Τόν δῆ καί νά ζήση. Κυριαρχεῖται παντελῶς
ἡ εὐσεβής ψυχή, καλεῖται ὡς βάτος οὐρανία, νά αἰσθάνεται τόν Κύριο μέσα της ἐνοικοῦντα
καί ἐμπεριπατοῦντα κατά τό ἅγιο θέλημά Του. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέν καί μέ τήν ἔνθεο
προσευχή, τήν κατ' ἰδίαν καί δημοσία, ἀλλά κυρίως μέ τό μυστήριο τῶν μυστηρίων,
τῆς ἁγίας Κοινωνίας» (σελ. 9).
• Γιά τό τί
εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία λέγει: «Εἶναι ἀνάμνησις, κοινωνία καί θυσία. Ὡς ἀνάμνησις
τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου εἶναι συνέχεια τῆς θειοτάτης ἐκείνης Ἱερουργίας, κατά τό
«Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν". Ὡς κοινωνία εἶναι πλήρης ὑπακοή
καί συμμόρφωσις τῶν πιστῶν στήν Κυριακή πρόσκλησι: "Λάβετε φάγετε · τοῦτο ἐστι
τό Σῶμα μου". Ὡς θυσία δέ εἶναι ἀναπαράστασις τῆς Σταυρικῆς θυσίας,
συγχρόνως καί πραγματική, ἀλλ’ ἀναίμακτος θυσία”, κατά τό Α' Κορ. ια' 26» (σελ.
11).
• Γιά τήν ἁπλούστευσι
τῶν τελουμένων: «Τήν ἁπλούστευσι (π.χ. σύντμησι ψαλμάτων, περιορισμό συμβολισμῶν,
λιτότητα τοῦ ἐξωτερικοῦ στολισμοῦ κ.ο.κ.) ἀπαιτεῖ ἡ παράδοσις καί ἡ ἐπαναφορά
στήν ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, ἀπαράμιλλος στολισμός τῆς ὁποίας ἦταν ἡ
χρυσή ἁπλότητα» (σελ. 18).
• Γιά τή
λιτότητα λέγει: «Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό ἐσωτερικό κάλλος της καί τό
κάλλος αὐτό νοθεύεται καί συχνά ἀφανίζεται, ὅταν μέ τίς ἐξωτερικές λάμψεις
προκαλῆται κοσμικός θαυμασμός. Ἀφανίζεται δέ, καθ' ὅν χρόνον εἶναι ἀναγκαῖο νά
διαλάμψη ἡ ἐσωτερικότητά της, τό πλῆθος τῶν ἀρετῶν της, τά οὐράνια θέλγητρά
της, οἱ ἀτίμητοι μαργαρῖτες της. Νά διαλάμψουν ἁγνοί, ἀπαλλαγμένοι τοῦ ρύπου ἤ
τῶν ρυτίδων τῶν ἐφημέρων λάμψεων» (σελ. 19).
• Γιά τή
συμμετοχή τοῦ λαοῦ στό Ἀμήν γράφει: «Ἡ ἔννοια τοῦ "Ἀμήν" συνάγεται ἀπο
ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό Α' Κορ. ιδ' 16... Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος
παρομοιάζει τίς πολύφωνες ἀπό ὅλο τό πλήρωμα τῶν ἐκκλησιαζομένων ἀντηχήσεις τοῦ
"Ἀμήν" "πρός οὐράνιους βροντάς".... Ποῦ σήμερα τά
μυριόστομα ἐκεῖνα "Ἀμήν" τοῦ συμπροσευχομένου τά παλαιά χρόνια λαοῦ,
πού γεμίζουν τό κενό, πού ἀφυπνίζουν καί περιμαζεύουν τόν διεσκορπισμένο νοῦ ὅσων
στέκουν μέ ἀμέλεια καί μέ ραθυμία;» (σελ. 42-43).
(ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
«ΙΩΑΝΝΗΣ Ο
ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ»,
«ΠΡΟΣΧΩΜΕΝ»
τεῦχος Ἰουλίου 2014, σελ. 104-105)
πηγή; Αναστάσιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου